αποκαμωμένος

αποκαμωμένος
η , ο[ν] переутомлённый; изнурённый

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "αποκαμωμένος" в других словарях:

  • κατάκοπος — η, ο (Α κατάκοπος, ον) αυτός που είναι πάρα πολύ κουρασμένος, ο αποκαμωμένος, ο εξαντλημένος («ἀνεπαύσαντο κατάκοποι τῷ σώματι», ΠΔ) αρχ. κοπιαστικός, επαχθής. επίρρ... κατάκοπα κουρασμένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατακόπτω «κουράζω, εξαντλώ»] …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… …   Dictionary of Greek

  • αποκάνω — αποκάνω, απόκανα και απόκαμα, αποκαμωμένος βλ. πίν. 164 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»